- αντιπραγματισμός
- troc
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αντιπραγματισμός — Μορφή εμπορικής συναλλαγής (π.χ. αγοραπωλησίας) χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. Συνίσταται στην ανταλλαγή ειδών, με υπολογισμό της ουσιαστικής τους αξίας. Ο α. υπήρξε η αρχαιότατη μέθοδος συναλλαγής (πριν την επινόηση του χρήματος), χρησιμοποιήθηκε … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
τράμπα — η, Ν 1. ανταλλαγή, αντιπραγματισμός («έκανε τράμπα πέντε κιλά κρασί με πέντε κιλά λάδι») 2. συνεκδ. αντάλλαγμα 3. φρ. «με σκατά τράμπα δεν γίνεται» δηλώνει ότι το αντάλλαγμα πρέπει να είναι ανάλογο με το προσφερόμενο είδος ή πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek